Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Η διαχείριση της αβεβαιότητας στην Ελλάδα

Δημήτρης Γιαννακόπουλος, διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Επιτέλους εισήλθαμε για τα καλά στην ευλογημένη φάση της αβεβαιότητας! Η σταθερότητα στη δομή των συστημάτων αντανακλά την απόλυτη κυριαρχία ενός ηγεμονικού μοντέλου.
Η μεταπολιτευτική σταθερότητα συνδέεται απολύτως με την επικράτηση του δικομματισμού, της διαπλοκής και του καταναλωτικού ευδαιμονισμού, με κύριο χαρακτηριστικό την ενίσχυση και διεύρυνση των πελατειακών σχέσεων σε όλα τα επίπεδα. Αυτό το μοντέλο ηγεμονίας αποθέωσε τον κομματισμό, τον συντεχνιασμό και την ιστορικά πακτωμένη πατρωνία στον τόπο μας, σε συνδυασμό με την υποχώρηση της πολιτικής στο όνομα του τεχνοκρατισμού και ενός οικονομισμού, που πεισματικά αγνόησε την παραγωγική ανάπτυξη, την παιδεία και την ανταγωνιστική διάρθρωση της οικονομίας. Το δημόσιο χρέος αυξανόταν με πολύ ταχύτερους ρυθμούς από το ΑΕΠ, προδίδοντας ότι είχε δημιουργηθεί μια ιδιαίτερη «τάξη» η οποία συστηματικά έβγαζε το χρήμα από τις ροές της πραγματικής οικονομίας και ότι η χώρα βάδιζε ολοταχώς προς χρεοκοπία. Ναι, αλλά οι χώρες της ευρωζώνης δεν χρεοκοπούν, λέγανε αυτοί που υπεξαιρούσαν τον πλούτο της ελληνικής κοινωνίας και τα φερέφωνα τους στο κοινοβούλιο ή στα ΜΜΕ. Εμάς μας κυρίευε το άγχος, βλέποντας ότι η πορεία είναι αδιέξοδη και καταστροφική, ενώ σύσσωμη η κυρίαρχη πολιτική τάξη (πολιτικό προσωπικό του δικομματισμού, μεγαλοεπιχειρηματίες και παράγοντες των ΜΜΕ) μας ειρωνεύονταν, κατηγορώντας μας για κινδυνολογία, σεναριολογία και μιζέρια. Η οργανωμένη αριστερά δυστυχώς, ούτε εκείνη καταλάβαινε που βαδίζουμε, καθώς εγκλωβισμένη στον δογματισμό της, δεν ενδιαφερόταν να αναλύσει την ημεδαπή πραγματικότητα στο πλαίσιο της ΕΕ και σε εκείνο της νέας παγκοσμιοποίησης. Αυτοπεριορίστηκε λοιπόν στον αγώνα εναντίον του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων, που έθιγαν την κοινωνική και ατομική υπόσταση του εργαζομένου (εργασιασμός), μέσω διαδοχικών προγραμμάτων λιτότητας και άλλων νεοφιλελεύθερων μέτρων οικονομικής πολιτικής. Στην Ελλάδα κατασκευάστηκε ένας μύθος εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης που εκφράστηκε σημειολογικά με την Ολυμπιάδα. Ως σύμβολο του ελληνικού ευδαιμονισμού, το καθεστώς επέλεξε το ευρώ. Το ευρώ με άλλα λόγια, συμβόλιζε την σταθερότητα του καθεστώτος και υπαινισσόταν την διαρκή ανάπτυξη και ευημερία για μια κοινωνία η οποία είχε εισέλθει στο κλαμπ των πλουσίων χωρών του κόσμου. Μια και το καθεστώς κατασκεύασε αυτόν τον μύθο της ισχυρής Ελλάδας, με δικά μας έξοδα ασφαλώς (τον πλούτο του ελληνικού λαού, το χρέος του), προσκάλεσε και τον υπόλοιπο κόσμο να ζήσει τον δικό του μύθο στην Ελλάδα. Το σχετικό μήνυμα μπορεί να μην ερέθισε τους εύπορους του κόσμου αυτού, έπιασε όμως τόπο στους κατατρεγμένους, σε όσους ονειρεύονταν μια αξιοπρεπέστερη ζωή, αλλά και στους άπληστους και μαφιόζους της Δύσης και της Ανατολής. Η χώρα μας καλείται σήμερα με την φτωχοποίησή της και την πολλαπλή υποβάθμισή της, να εξοφλήσει το γραμμάτιο της δήθεν ισχυρής Ελλάδας. Η φούσκα του μύθου πάνω στον οποίο δομήθηκε η σταθερότητα του καθεστώτος έσκασε, αλλά οι διαχειριστές του συστήματος προσπαθούν απεγνωσμένα να αποφύγουν να συνειδητοποιήσει ο λαός την πραγματικότητα για να μην εξαφανιστούν κι αυτοί μαζί με τον μύθο τους. Με θεσμικούς όρους ο μύθος της ισχυρής Ελλάδας συνδύασε τη διεύρυνση του πελατειακού κράτους σε ένα οικονομικό περιβάλλον που χαρακτηριζόταν από απελευθέρωση των αγορών, ιδιωτικοποιήσεις και αντιπληθωριστικές πολιτικές στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας, που θεωρητικά εξυπηρετούσαν τον στόχο της μακροοικονομικής σταθερότητας. Το μίγμα ήταν εκρηκτικό και είχε σαν αποτέλεσμα το σκάσιμο της φούσκας, όταν πλέον η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ήρθε να ταράξει σκοπίμως το δημοσιονομικό πρότυπο της ευρωζώνης, οδηγώντας στον ουσιαστικό αποκλεισμό της Ελλάδας από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές πηγές δανεισμού (πτώχευση). Προφανώς η ελληνική κρίση συνδέεται απολύτως με την κρίση στην ευρωζώνη και την κρίση της παγκοσμιοποίησης, που έχει οδηγήσει σε βαθύτερες σκέψεις νομισματικού και ευρύτερα οικονομικού χαρακτήρα, οι οποίες εν τέλει αμφισβητούν την ίδια την θεσμική οργάνωση και το ηγεμονικό μοντέλο της διεθνούς πολιτικής. Παρόλα αυτά, η ελληνική φούσκα εμφανίζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία, εάν παραβλεφθούν, είναι βέβαιο ότι θα εγκλωβίσουν την χώρα σ’ ένα χρόνιο αδιέξοδο με ανυπολόγιστες συνέπειες εθνικού χαρακτήρα. Στην Ελλάδα δεν είναι απλώς ότι η ευημερία κτίστηκε με δανεικά -παντού στον κόσμο κάπως έτσι κατασκευάζεται -είναι ότι ποτέ δεν δομήθηκε σε σταθερά θεσμικά θεμέλια με την ευρύτερη έννοια. Δεν συνδυάστηκε, δηλαδή, με ουσιαστικό εκδημοκρατισμό, με αποτέλεσμα να μην εμφανίζει βαθύτερα βιωματικά χαρακτηριστικά μεταξύ των Ελλήνων. Ήταν σα να προέκυψε ως «δώρο» και όχι ως μία επίπονη και καλοδομημένη κοινωνική διαδικασία. Το αποτέλεσμα είναι, ο μύθος να μοιάζει περισσότερο με όνειρο παρά με μια πακτωμένη στην κοινωνική συνείδηση πραγματικότητα, που συνδυάζεται άρρηκτα με την εξέλιξη του ελληνικού έθνους ως imagined community, ασφαλώς. Καμία σημασία δεν έχει εάν κάποιοι θεωρούν ότι αξίζαμε αυτό το «δώρο», ή ότι μας το όφειλαν (άρα δεν ήταν δώρο, αλλά χρωστούμενο), ή ότι το «δώρο» αποτελούσε κάποιο είδος αντιπαροχής για την μερική απώλεια της εθνικής κυριαρχίας με την ένταξη στην ΕΕ και την ευρωζώνη. Το κρίσιμο είναι ότι το πολιτικό σύστημα και το πελατειακό κράτος που βρίσκεται πίσω από αυτό, φρόντισαν να ξεκόψουν την ανάπτυξη από τις κοινωνικές/παραγωγικές σχέσεις και να την τοποθετήσουν αποκλειστικά στο πλαίσιο της αγοράς. Και αυτό, ενώ το κράτος παρέμενε απολύτως αναξιόπιστο σε πολλούς τομείς που συνιστούν τη λεγόμενη κοινωνική πρόνοια. Η κλιμάκωση στην αναξιοπιστία των προϋπολογισμών της Ελλάδας είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το αποκορύφωμα είναι οι δύο τελευταίοι προϋπολογισμοί. Ο προϋπολογισμός του 2010 αποτέλεσε φενάκη. Όχι μόνον δεν εφαρμόστηκε, αλλά μετά από σειρά τροποποιήσεων, κατέληξε να αντικατασταθεί στην πραγματικότητα και αντισυνταγματικά με το νόμο 3845/10, με τον οποίο επικυρώθηκε το μνημόνιο. Η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου δεν μπήκε καν στον κόπο να συντάξει διορθωτικό προϋπολογισμό, καταστρατηγώντας κάθε έννοια δημοκρατικής αξιοπιστίας. Αγωνίζεται δήθεν για να κτίσει ένα αξιόπιστο προφίλ στο εξωτερικό, ενώ στο εσωτερικό εμφανίζεται ως η πλέον αναξιόπιστη κυβέρνηση μετά τον πόλεμο. Πώς γίνεται να κτίσεις διεθνή αξιοπιστία δίχως πολιτική φερεγγυότητα στο εσωτερικό, μόνον αυτοί που δημιούργησαν την φούσκα του ελληνικού μύθου θα μπορούσαν να εξηγήσουν. Δίχως ένα πλαίσιο βεβαιοτήτων καμία απολύτως κοινωνία δεν μπορεί να αναπτυχθεί. Η πολιτική τάξη της Ελλάδας κατασκεύασε απολύτως πλαστές βεβαιότητες για να καρπωθεί η ίδια οφέλη και να θεμελιώσει την κυριαρχία της, επιδεικνύοντας αλήτικο καιροσκοπισμό. Η σημερινή αβεβαιότητα θα μπορούσε να αποτελέσει μια μοναδική ευκαιρία για όλους τους Έλληνες, ώστε να συνειδητοποιήσουν ότι το πλαίσιο βεβαιοτήτων που με ιδιαίτερη επιμέλεια δόμησε το καθεστώς, αποτέλεσε την κινούμενη άμμο μέσα στην οποία βουλιάζουν τα δύο τρίτα του πληθυσμού. Η χώρα, για να βγει από την κρίση, χρειάζεται μία απολύτως φρέσκια ηγεσία που θα διαχειριστεί την συγκυριακή αβεβαιότητα μέσω μιας εναλλακτικής, ασφαλώς, ηγεμονικής δομής, ώστε να υπάρξει η πιθανότητα να σχηματιστεί ένα νέο πλαίσιο βεβαιοτήτων, που θα συνιστούν την ρεαλιστική βάση πάνω στην οποία θα κτιστούν νέες, δημοκρατικές αυτήν την φορά, εξουσιαστικές σχέσεις και νέες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις οι οποίες θα κατατείνουν στην παραγωγική και πολιτειακή αναδιοργάνωση της χώρας. Η Ελλάδα πρέπει να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρία. Και αυτό δεν μπορεί να συμβεί, αν οι πολίτες της δεν φροντίσουν να απαλλαγεί από την πολιτική τάξη που έδωσε τη συγκεκριμένη μορφή στην κρίση που βιώνουμε όλοι, για να περισωθεί αποκλειστικά αυτή και οι ξένοι συνεργάτες της. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο ελληνικός λαός «προδόθηκε» από την ηγεσία του, όπως και να το δεις. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να στηθούν «λαϊκά δικαστήρια». Η μορφή της «προδοσίας» είναι βαθύτατα πολιτική και πολιτισμική και απαιτεί μια εντελώς διαφορετική πολιτισμική και πολιτική προσέγγιση. Η χώρα, για να προχωρήσει, δεν έχει ανάγκη τον δικαστή, αλλά τον πολιτικό που δεν το παίζει εισαγγελέας ή τηλεπαρουσιαστής. Η δημοκρατία δεν μπορεί να αναπτυχθεί σ’ ένα περιβάλλον αγανάκτησης. Θέλει πολιτική ωριμότητα και εντιμότητα και λαϊκή αποφασιστικότητα. Με δυο λόγια, απαιτεί ένα νέο πολιτικό ήθος και ένα λαό αποφασισμένο να χειραφετηθεί, αναδομώντας την εθνική του ταυτότητα.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Η διαχείριση της αβεβαιότητας στην Ελλάδα

Δημήτρης Γιαννακόπουλος, διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Επιτέλους εισήλθαμε για τα καλά στην ευλογημένη φάση της αβεβαιότητας! Η σταθερότητα στη δομή των συστημάτων αντανακλά την απόλυτη κυριαρχία ενός ηγεμονικού μοντέλου.
Η μεταπολιτευτική σταθερότητα συνδέεται απολύτως με την επικράτηση του δικομματισμού, της διαπλοκής και του καταναλωτικού ευδαιμονισμού, με κύριο χαρακτηριστικό την ενίσχυση και διεύρυνση των πελατειακών σχέσεων σε όλα τα επίπεδα. Αυτό το μοντέλο ηγεμονίας αποθέωσε τον κομματισμό, τον συντεχνιασμό και την ιστορικά πακτωμένη πατρωνία στον τόπο μας, σε συνδυασμό με την υποχώρηση της πολιτικής στο όνομα του τεχνοκρατισμού και ενός οικονομισμού, που πεισματικά αγνόησε την παραγωγική ανάπτυξη, την παιδεία και την ανταγωνιστική διάρθρωση της οικονομίας. Το δημόσιο χρέος αυξανόταν με πολύ ταχύτερους ρυθμούς από το ΑΕΠ, προδίδοντας ότι είχε δημιουργηθεί μια ιδιαίτερη «τάξη» η οποία συστηματικά έβγαζε το χρήμα από τις ροές της πραγματικής οικονομίας και ότι η χώρα βάδιζε ολοταχώς προς χρεοκοπία. Ναι, αλλά οι χώρες της ευρωζώνης δεν χρεοκοπούν, λέγανε αυτοί που υπεξαιρούσαν τον πλούτο της ελληνικής κοινωνίας και τα φερέφωνα τους στο κοινοβούλιο ή στα ΜΜΕ. Εμάς μας κυρίευε το άγχος, βλέποντας ότι η πορεία είναι αδιέξοδη και καταστροφική, ενώ σύσσωμη η κυρίαρχη πολιτική τάξη (πολιτικό προσωπικό του δικομματισμού, μεγαλοεπιχειρηματίες και παράγοντες των ΜΜΕ) μας ειρωνεύονταν, κατηγορώντας μας για κινδυνολογία, σεναριολογία και μιζέρια. Η οργανωμένη αριστερά δυστυχώς, ούτε εκείνη καταλάβαινε που βαδίζουμε, καθώς εγκλωβισμένη στον δογματισμό της, δεν ενδιαφερόταν να αναλύσει την ημεδαπή πραγματικότητα στο πλαίσιο της ΕΕ και σε εκείνο της νέας παγκοσμιοποίησης. Αυτοπεριορίστηκε λοιπόν στον αγώνα εναντίον του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων, που έθιγαν την κοινωνική και ατομική υπόσταση του εργαζομένου (εργασιασμός), μέσω διαδοχικών προγραμμάτων λιτότητας και άλλων νεοφιλελεύθερων μέτρων οικονομικής πολιτικής. Στην Ελλάδα κατασκευάστηκε ένας μύθος εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης που εκφράστηκε σημειολογικά με την Ολυμπιάδα. Ως σύμβολο του ελληνικού ευδαιμονισμού, το καθεστώς επέλεξε το ευρώ. Το ευρώ με άλλα λόγια, συμβόλιζε την σταθερότητα του καθεστώτος και υπαινισσόταν την διαρκή ανάπτυξη και ευημερία για μια κοινωνία η οποία είχε εισέλθει στο κλαμπ των πλουσίων χωρών του κόσμου. Μια και το καθεστώς κατασκεύασε αυτόν τον μύθο της ισχυρής Ελλάδας, με δικά μας έξοδα ασφαλώς (τον πλούτο του ελληνικού λαού, το χρέος του), προσκάλεσε και τον υπόλοιπο κόσμο να ζήσει τον δικό του μύθο στην Ελλάδα. Το σχετικό μήνυμα μπορεί να μην ερέθισε τους εύπορους του κόσμου αυτού, έπιασε όμως τόπο στους κατατρεγμένους, σε όσους ονειρεύονταν μια αξιοπρεπέστερη ζωή, αλλά και στους άπληστους και μαφιόζους της Δύσης και της Ανατολής. Η χώρα μας καλείται σήμερα με την φτωχοποίησή της και την πολλαπλή υποβάθμισή της, να εξοφλήσει το γραμμάτιο της δήθεν ισχυρής Ελλάδας. Η φούσκα του μύθου πάνω στον οποίο δομήθηκε η σταθερότητα του καθεστώτος έσκασε, αλλά οι διαχειριστές του συστήματος προσπαθούν απεγνωσμένα να αποφύγουν να συνειδητοποιήσει ο λαός την πραγματικότητα για να μην εξαφανιστούν κι αυτοί μαζί με τον μύθο τους. Με θεσμικούς όρους ο μύθος της ισχυρής Ελλάδας συνδύασε τη διεύρυνση του πελατειακού κράτους σε ένα οικονομικό περιβάλλον που χαρακτηριζόταν από απελευθέρωση των αγορών, ιδιωτικοποιήσεις και αντιπληθωριστικές πολιτικές στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας, που θεωρητικά εξυπηρετούσαν τον στόχο της μακροοικονομικής σταθερότητας. Το μίγμα ήταν εκρηκτικό και είχε σαν αποτέλεσμα το σκάσιμο της φούσκας, όταν πλέον η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ήρθε να ταράξει σκοπίμως το δημοσιονομικό πρότυπο της ευρωζώνης, οδηγώντας στον ουσιαστικό αποκλεισμό της Ελλάδας από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές πηγές δανεισμού (πτώχευση). Προφανώς η ελληνική κρίση συνδέεται απολύτως με την κρίση στην ευρωζώνη και την κρίση της παγκοσμιοποίησης, που έχει οδηγήσει σε βαθύτερες σκέψεις νομισματικού και ευρύτερα οικονομικού χαρακτήρα, οι οποίες εν τέλει αμφισβητούν την ίδια την θεσμική οργάνωση και το ηγεμονικό μοντέλο της διεθνούς πολιτικής. Παρόλα αυτά, η ελληνική φούσκα εμφανίζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία, εάν παραβλεφθούν, είναι βέβαιο ότι θα εγκλωβίσουν την χώρα σ’ ένα χρόνιο αδιέξοδο με ανυπολόγιστες συνέπειες εθνικού χαρακτήρα. Στην Ελλάδα δεν είναι απλώς ότι η ευημερία κτίστηκε με δανεικά -παντού στον κόσμο κάπως έτσι κατασκευάζεται -είναι ότι ποτέ δεν δομήθηκε σε σταθερά θεσμικά θεμέλια με την ευρύτερη έννοια. Δεν συνδυάστηκε, δηλαδή, με ουσιαστικό εκδημοκρατισμό, με αποτέλεσμα να μην εμφανίζει βαθύτερα βιωματικά χαρακτηριστικά μεταξύ των Ελλήνων. Ήταν σα να προέκυψε ως «δώρο» και όχι ως μία επίπονη και καλοδομημένη κοινωνική διαδικασία. Το αποτέλεσμα είναι, ο μύθος να μοιάζει περισσότερο με όνειρο παρά με μια πακτωμένη στην κοινωνική συνείδηση πραγματικότητα, που συνδυάζεται άρρηκτα με την εξέλιξη του ελληνικού έθνους ως imagined community, ασφαλώς. Καμία σημασία δεν έχει εάν κάποιοι θεωρούν ότι αξίζαμε αυτό το «δώρο», ή ότι μας το όφειλαν (άρα δεν ήταν δώρο, αλλά χρωστούμενο), ή ότι το «δώρο» αποτελούσε κάποιο είδος αντιπαροχής για την μερική απώλεια της εθνικής κυριαρχίας με την ένταξη στην ΕΕ και την ευρωζώνη. Το κρίσιμο είναι ότι το πολιτικό σύστημα και το πελατειακό κράτος που βρίσκεται πίσω από αυτό, φρόντισαν να ξεκόψουν την ανάπτυξη από τις κοινωνικές/παραγωγικές σχέσεις και να την τοποθετήσουν αποκλειστικά στο πλαίσιο της αγοράς. Και αυτό, ενώ το κράτος παρέμενε απολύτως αναξιόπιστο σε πολλούς τομείς που συνιστούν τη λεγόμενη κοινωνική πρόνοια. Η κλιμάκωση στην αναξιοπιστία των προϋπολογισμών της Ελλάδας είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το αποκορύφωμα είναι οι δύο τελευταίοι προϋπολογισμοί. Ο προϋπολογισμός του 2010 αποτέλεσε φενάκη. Όχι μόνον δεν εφαρμόστηκε, αλλά μετά από σειρά τροποποιήσεων, κατέληξε να αντικατασταθεί στην πραγματικότητα και αντισυνταγματικά με το νόμο 3845/10, με τον οποίο επικυρώθηκε το μνημόνιο. Η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου δεν μπήκε καν στον κόπο να συντάξει διορθωτικό προϋπολογισμό, καταστρατηγώντας κάθε έννοια δημοκρατικής αξιοπιστίας. Αγωνίζεται δήθεν για να κτίσει ένα αξιόπιστο προφίλ στο εξωτερικό, ενώ στο εσωτερικό εμφανίζεται ως η πλέον αναξιόπιστη κυβέρνηση μετά τον πόλεμο. Πώς γίνεται να κτίσεις διεθνή αξιοπιστία δίχως πολιτική φερεγγυότητα στο εσωτερικό, μόνον αυτοί που δημιούργησαν την φούσκα του ελληνικού μύθου θα μπορούσαν να εξηγήσουν. Δίχως ένα πλαίσιο βεβαιοτήτων καμία απολύτως κοινωνία δεν μπορεί να αναπτυχθεί. Η πολιτική τάξη της Ελλάδας κατασκεύασε απολύτως πλαστές βεβαιότητες για να καρπωθεί η ίδια οφέλη και να θεμελιώσει την κυριαρχία της, επιδεικνύοντας αλήτικο καιροσκοπισμό. Η σημερινή αβεβαιότητα θα μπορούσε να αποτελέσει μια μοναδική ευκαιρία για όλους τους Έλληνες, ώστε να συνειδητοποιήσουν ότι το πλαίσιο βεβαιοτήτων που με ιδιαίτερη επιμέλεια δόμησε το καθεστώς, αποτέλεσε την κινούμενη άμμο μέσα στην οποία βουλιάζουν τα δύο τρίτα του πληθυσμού. Η χώρα, για να βγει από την κρίση, χρειάζεται μία απολύτως φρέσκια ηγεσία που θα διαχειριστεί την συγκυριακή αβεβαιότητα μέσω μιας εναλλακτικής, ασφαλώς, ηγεμονικής δομής, ώστε να υπάρξει η πιθανότητα να σχηματιστεί ένα νέο πλαίσιο βεβαιοτήτων, που θα συνιστούν την ρεαλιστική βάση πάνω στην οποία θα κτιστούν νέες, δημοκρατικές αυτήν την φορά, εξουσιαστικές σχέσεις και νέες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις οι οποίες θα κατατείνουν στην παραγωγική και πολιτειακή αναδιοργάνωση της χώρας. Η Ελλάδα πρέπει να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρία. Και αυτό δεν μπορεί να συμβεί, αν οι πολίτες της δεν φροντίσουν να απαλλαγεί από την πολιτική τάξη που έδωσε τη συγκεκριμένη μορφή στην κρίση που βιώνουμε όλοι, για να περισωθεί αποκλειστικά αυτή και οι ξένοι συνεργάτες της. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο ελληνικός λαός «προδόθηκε» από την ηγεσία του, όπως και να το δεις. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να στηθούν «λαϊκά δικαστήρια». Η μορφή της «προδοσίας» είναι βαθύτατα πολιτική και πολιτισμική και απαιτεί μια εντελώς διαφορετική πολιτισμική και πολιτική προσέγγιση. Η χώρα, για να προχωρήσει, δεν έχει ανάγκη τον δικαστή, αλλά τον πολιτικό που δεν το παίζει εισαγγελέας ή τηλεπαρουσιαστής. Η δημοκρατία δεν μπορεί να αναπτυχθεί σ’ ένα περιβάλλον αγανάκτησης. Θέλει πολιτική ωριμότητα και εντιμότητα και λαϊκή αποφασιστικότητα. Με δυο λόγια, απαιτεί ένα νέο πολιτικό ήθος και ένα λαό αποφασισμένο να χειραφετηθεί, αναδομώντας την εθνική του ταυτότητα.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου